μελαμπεταλοχίτων

μελαμπεταλοχίτων
μελαμ-πετᾰλοχίτων [ῐ], ωνος,
A with a garment embroidered with black leaves,

γόνατα Tim.Pers.134

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελαμπεταλοχίτων — μελαμπεταλοχίτων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που φορά χιτώνα στολισμένο με μαύρα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πέταλο + χιτών] …   Dictionary of Greek

  • μελαμπεταλοχίτωνα — μελαμπεταλοχίτων with a garment embroidered with black leaves masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”